- αρχισωματοφύλαξ
- ἀρχισωματοφύλαξ, ο (Α)1. ο επικεφαλής των σωματοφυλάκων2. τίτλος στην αυλή των Πτολεμαίων της Αιγύπτου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρχισωματοφυλάκων — ἀρχισωματοφύλαξ chief of the body guard masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχισωματοφύλακα — ἀρχισωματοφύλαξ chief of the body guard masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχισωματοφύλακας — ἀρχισωματοφύλαξ chief of the body guard masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχισωματοφύλακες — ἀρχισωματοφύλαξ chief of the body guard masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχισωματοφύλακος — ἀρχισωματοφύλαξ chief of the body guard masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
ԱՆՁՆԱՊԱՀԱՊԵՏ — (ի, աց.) NBH 1 0194 Chronological Sequence: Early classical, 8c գ. ἁρχισωματοφύλαξ (իբր մարմնապահապետ.) summus corporis custos Գլուխ անձնապահաց կամ թիկնապահաց. *Անձնապահապետ արարից զքեզ. ՟Ա. Թագ. ՟Ի՟Ը. 1: Եւ որպէս խնամակալ անձին իւրում եւեթ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)